συμβολογράφος

συμβολογράφος
ὁ, Α
1. αυτός που γράφει με σύμβολα, με συμβολικό τρόπο
2. αυτός που συντάσσει σύμβολα, αποδείξεις συμφωνιών εις διπλούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολον + -γράφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συμβολογραφία — ἡ, Μ [συμβολογράφος] 1. συμβολική γραφή 2. αλληγορία …   Dictionary of Greek

  • συμβολογραφώ — έω, Μ [συμβολογράφος] γράφω με σύμβολα, παρουσιάζω με τρόπο συμβολικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”